Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

One day

-"Έλα ρε μωρό μου. Έλα σε παρακαλώ μην με στεναχωρείς άλλο... Μα όχι σου είπα. ... Όχι, δε ...άκουσε με.... μα άκουσε με λίγο. Ναι, το ξέρω τι σου είπα! Ναι βρε κορίτσι μου, ΘΑ έβγαινα σήμερα αλλά τι να κάνουμε που ξαφνικά τεθήκαμε σε επιφυλακή; Τι;;; Τι θα πει δε με πιστεύεις. Έλεος βρε μωρό μου, έλεος. Όχι ρε συ, ΟΧΙ δεν έχω άλλη. Πόσες φορές να σου το πω...καλά καλά, Γεια!"
... πέταξε το κινητό στο πάτωμα. Έγινε κομμάτια. Έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να τα μαζεύει ένα ένα. Αφού το συρναμολόγησε προσπάθησε να το θέσει σε λειτουργία.  Τζίφος. Φούντωσε.  Είχε  αναψοκοκκινήσει ολόκληρος. Του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Πηγαινοερχόταν στο θάλαμο συνέχεια, από την μια άκρη στην άλλη. Πόσο δύσκολο πράγμα να υπηρετείς την θητεία σου στη πόλη σου. Γαμώτο. Ψαχνόταν για καυγά. Ήθελε να ξεσπάσει κάπου. Τους κοιτούσε όλους στραβά, έτοιμος με το παραμικρό, με την παραμικρή στραβή ματιά να ορμήξει. Τον ήξεραν καλά όλοι και τον απέφευγαν. Καβγατζής από τους λίγους, δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα. Μάλωνε με όλο τον κόσμο.
"Γαμώτο,γαμώτο γαμώτο", μονολογούσε! ξεφυσούσε σαν μανιασμένος ταύρος. "Τι θα έκανε χωρίς κινητό; Πώς θα επικοινωνούσε με την Γιούλα; Γαμώτο.". Όσο σκεφτόταν τι θα άκουγε την επόμενη μέρα, όλες αυτές τις σκηνές ζήλειας,όλα αυτά τα...μα τι σημασία είχε να τα σκέφτεται πριν να συμβούν; Φφφφφ έσκαγε. Τα νεύρα του. και έπρεπε να ετοιμαστεί κιόλας για την σκοπιά. "Σκοπιά; σκοπιά; όχι ρε πούστη μου, όχι γαμώτο το κέρατο μου. Τι θα κάνω στη σκοπιά; Πώς θα περάσει η ώρα χωρίς το κινητό. Ούτε ραδιόφωνο; Ούτε μηνύματα; Ούτε παιχνίδια; Αααα ρε Γιούλα τι μου έκανες!! Αχχχχ ρε συ", παραμιλούσε. Οι συστρατιώτες του είχαν όλοι εξαφανιστεί από μπροστά του. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος του λόχου. Έχοντας δείρει πέντε από την ημέρα που ήρθε, έχοντας πάρει ήδη 30 μέρες φυλακή, στους 3 μήνες που παρουσιάστηκε στη συγκεκριμένη μονάδα, δεν ήταν από τα άτομα που θα ήθελες να βρεθείς μπροστά του όταν είχε νεύρα. Ψηλός, γεροδεμένος, χέρια γεμάτα tatoos,  ατελείωτες ώρες γυμναστηρίων και χτισίματος μυϊκής μάζας, έστεκε επιβλητικός με την στολή παραλλαγής και το όπλο στα χέρια. Περίμενε τον δεκανέα αλλαγής να τον οδηγήσει στο πόστο του. Η μονάδα βρισκόταν μέσα στην πόλη και συγκεκριμένα δίπλα από ένα πάρκο αναψυχής. ...
...Βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω. Δεν είχε ηρεμία. -"Χωρίς κινητό; Τι θα κάνω χωρίς κινητό. Δεν περνάει η ώρα. Δεν έχω και ρολόι. Πώς θα ξέρω τι ώρα θα με αλλάξουν; Αχχ ρε Γιούλα, αχ ρε Γιούλα" και πέρα δώθε νευρικά, χωρίς σταματημό. Σταμάτησε απότομα. Κάτι άκουσε στο πάρκο. Πολύ κοντά στο φυλάκιο υπήρχε μια παιδική χαρά, στην οποία την ημέρα, στη διάρκεια της οποίας  δεν υπάρχει  σκοπός, σφύζει από ζωή και παιχνίδια. Είναι τόπος συγκέντρωσης παιδιών όλων των ηλικιών. -"Αλλά τέτοια ώρα; παιδιά τέτοια ώρα;" αναρωτήθηκε. Τους είδε ή μάλλον πρώτα τους άκουσε και μετά τους είδε να πλησιάζουν.
Στο κέντρο της παιδικής χαράς υπήρχε μία κούνια μεταλλική. Από εκείνες που έμοιαζαν με βάρκες. Από εκείνες που κάθονταν αντικριστά και με τη βοήθεια ενός σκοινιού μπορούσαν να ταξιδεύουν για ώρες. Κοντά σε αυτή τη κούνια, υπήρχε και ο μοναδικός φωτισμός του χώρου. Μία μοναδική κολόνα φώτιζε με της χαμηλής έντασης λάμπα τον χώρο. Ένα απαλό αεράκι δρόσιζε το ζεστό φθινοπωρινό βραδάκι. Σεπτέμβρης μήνας και οι θερμοκρασίες ήταν υψηλές για την εποχή.
Ένα σιγανό γέλιο ακούστηκε από την κούνια. Το ζευγαράκι πιασμένο χέρι με χέρι κατευθύνθηκε προς την βάρκα. Ο νεαρός φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα τζιν παντελόνι. Στο ελεύθερο  του χέρι κρατούσε ένα τζιν μπουφάν. Η ματιά του επικεντρώθηκε στην κοπέλα. Καρέ, σπαστό  μαλλί. Χρώμα; Με τον φωτισμό που είχε δεν μπορούσε να καταλάβει. Ένα μαύρο μπλουζάκι με μία μακρυά εμπριμέ, αν μπορούσε να διακρίνει καλά, φούστα. " Τέλεια", σκέφτηκε. "επιτέλους θα έχω κάτι να απασχολούμαι για να περάσει η ώρα μου", χαμογέλασε. "Άντε, ξεκίνα ρε παπάρα, χούφτωσε την να πάρουμε λίγο μάτι ρεεεεεε, χαχαχα", γελούσε μόνος του.
Η ώρα περνούσε και το ζευγαράκι απλά καθόταν αντικριστά στη βάρκα. Μιλούσαν ψιθυριστά λες και δεν ήθελαν με τίποτε να ταράξουν την ηρεμία της νύκτας. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα μεταλλικά μέρη από τα, στεγνά  από γράσσο, ρουλεμάν της κούνιας. Ένα αργό και ρυθμικό πηγαινέλα. Ένας στριγκός ήχος που δεν του επέτρεπε να ακούσει το παραμικρό από όσα έλεγαν. "Μα τι μαλάκας! Άντρας είσαι εσύ ρε; Ρε αντί να την πιάσεις να την βάλεις κάτω, να της δείξεις ποιος είναι το αφεντικό, της κρατάς το χέρι; Άχρηστε! Ρε ας ήμουν εγώ και θα έβλεπες, ξενέρωτε." Είχε σταματήσει να πηγαινοέρχεται νευρικά, είχε βρει ένα σημείο στο οποίο μπορούσε να πλησιάσει περισσότερο, ένα σημείο από το οποίο παρακολουθούσε χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Τους έβλεπε ξεκάθαρα τώρα. Αυτός , μέτριος χωρίς γάλα. Χαμογέλασε. Ήταν ένας χαρακτηρισμός που τον ανακάλυψε πριν λίγο καιρό και τον χρησιμοποιούσε για όλους τους άλλους άντρες. . Αυτή είχε   όμορφο πρόσωπο. Δεν διέκρινε χρώματα,αλλά το σχήμα του προσώπου της έδειχνε μια όμορφη κοπέλα. "Αχχχ ρε Γιούλα", σκέφτηκε πάλι. " Αν ήσουν εδώ, θα τους δείχναμε αυτούς τους ξενέρωτους πώς περνάν καλά οι άνθρωποι." Με τη σκέψη και μόνο αναστατώθηκε. Εντάξει μπορεί να του έσπαγε τα νεύρα με τη ζήλεια της, αλλά ήταν φωτιά. Περνούσαν τέλεια μαζί. Εκτός από τις στιγμές που ζήλευε. Σχεδόν πάντα δηλαδή,αλλά δεν τον ένοιαζε. Στο κρεββάτι ήταν φωτιά. Και ας μην μιλούσε ποτέ μαζί της. Μήπως έχει καμία γυναίκα να πει και τίποτε; Σιγά!! Ξέρουν οι γυναίκες κάτι από μπάλα; Όχι. Άρα; Τι να πει μαζί τους.
Ο νεαρός σήκωσε απαλά το χέρι του και με την ανάστροφη του χεριού, χάιδεψε απαλά το μάγουλο της κοπέλας. Αυτή ανταποκρίθηκε στο χάδι, το πήρε στο δικό της χέρι και το φίλησε. Χαμογέλασαν και το χαμόγελο κράτησε πολλή ώρα. Αμίλητοι όπως ήταν, ο νεαρός την τράβηξε κοντά του , την έβαλε να καθίσει επάνω του, την αγκάλιασε, της χάιδεψε τα μαλλιά και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Αυτή έσκυψε το κεφάλι και κούρνιασε στο στήθος του. Έκλεισαν τα μάτια και έμειναν εκεί, ασάλευτοι. Απαλά της χάιδευε την πλάτη με το ένα χέρι και με το άλλο κρατούσε το κεφάλι της με στοργή.
Όλα αυτά τα διέκοψε απότομα μία φωνή: -" Σκοπός!! ΣΚΟΠΟΣ!!!!! πού είσαι, ρε". Το ζευγάρι τρόμαξε και σηκώθηκε απότομα από την κούνια και ταραγμένοι όπως ήταν απομακρύνθηκαν βιαστικά από το πάρκο. Αυτός  αγουροξυπνημένος πετάχτηκε από το σημείο που είχε ξαπλώσει, προέταξε το όπλο και φώναξε. "Αλτ τις εί;" -¨Τι Αλτ τις εί ρε;;; Πλάκα μου κάνεις ; Εξωτερική έφοδος, είμαι . Ο Διοικητής σου.  Που ήσουν κρυμμένος ρε;; Κοιμόσουν; 20 μέρες φυλακή για να μάθεις"...
- "Αχχ ρε Γιούλα, ωχχχ τι μου έκανες".

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

…δέκα η ώρα το βράδυ…


Η πόρτα άνοιξε και το παγωμένο αεράκι τρύπωσε  μέσα βιαστικά. Έπρεπε να προλάβει να δροσίσει τον χώρο πριν ενσωματωθεί με την ζέστη, μια ζέστη  που πήγαζε από την μοναδική ξυλόσομπα, η οποία βρισκόταν στο κέντρο του δαπέδου. Οι δύο νέοι, ηλικίας περίπου 20, μπήκαν μέσα. Χαιρέτισαν το αφεντικό, θαμώνες βλέπεις  και ανέβηκαν επάνω στο πατάρι. Το μαγαζί μικρό, ίσα που χωρούσε δέκα τραπέζια κάτω και άλλα 5-6 επάνω στο παταράκι. Ήταν από εκείνα τα ουζερί, από εκείνα τα φοιτητικά στέκια στα οποία προσφέρουν μπόλικο πιοτό σε χαμηλή τιμή με αμφιβόλου ποιότητας μεζέδες. Το συγκεκριμένο όμως, προσέφερε τα πάντα και με ποιότητα. Θαλασσινά και κρεατικά φρεσκότατα και κρασάκι πρώτης ποιότητας. Ίσως γι’ αυτό να συγκέντρωνε καθημερινά όλο και περισσότερο κόσμο.
Έβγαλαν τα πανωφόρια, κάθισαν στο τραπέζι τους, άναψαν τα τσιγάρα τους και έδωσαν την παραγγελία τους.
-Άραγε θα έρθει σήμερα;, ρώτησε ο ένας νεαρός.
-Έλα,ρε εννοείται, κάθε βράδυ εδώ δεν είναι;, Αποκρίθηκε ο άλλος. Χαμογέλασε ,αλλά πίσω από το χαμόγελο του έκρυβε καλά την ίδια αγωνία που είχε και ο φίλος του. Άραγε θα έρθει σήμερα; αναρωτήθηκε και ο ίδιος. Είχε την ατυχία(;)  να ερωτευθεί την ίδια κοπέλα με τον καλύτερο του φίλο. Πρώτος αυτός την είδε, αλλά δε μίλησε. Σε αυτόν πρωτοσκίρτησε η καρδιά μόλις την αντίκρισε, αλλά το κράτησε κρυφό μέσα του. Και όταν ο κολλητός του, τού εκμυστηρεύτηκε ότι την ερωτεύτηκε, δεν θέλησε να του το φανερώσει. Προτίμησε να σιωπήσει. Πάνω από όλους και όλα η φιλία. Πίστευε σε αυτήν.
-Άντε γεια μας, ευχήθηκε ο φίλος του. -Άσπρο πάτο, αποκρίθηκε.
Μισή ώρα αργότερα, μαζεύτηκε μία  μεγάλη παρέα, η καθημερινή συντροφιά της κοπέλας, όπως κάθε βράδυ. Αυτή, κινήθηκε αργά στα στενά σκαλοπάτια της κυκλικής σκάλας και όταν έφτασε στο κεφαλόσκαλο, γύρισε προς την φίλη της και ψιθύρισε:  -Εδώ είναι πάλι. Κοίτα τους. Χαμογέλασαν και κατευθύνθηκαν προς την δική τους παρέα. …
Το βράδυ κυλούσε υπέροχα όπως όλα τα υπόλοιπα βράδια. Γέλια,χαρές, τραγούδια, πολιτικές συζητήσεις και φιλοσοφικές αναζητήσεις. Νέοι, με το αίμα να βράζει έκαναν σχέδια για το μέλλον. Σχέδια για τον ακριβέστατο τρόπο σωτηρίας της χώρας. Σχέδια για την σωτηρία του κόσμου. Η κοπέλα έριχνε συνέχεια κλεφτές ματιές προς το τραπέζι των δύο φίλων. Αν και είχε πλάτη σε αυτούς, επίτηδες έβαζε πάντα την κολλητή της απέναντι από αυτήν για να παρακολουθεί τις κινήσεις και να τις μεταφέρει με λεπτομέρειες όλα όσα γινόταν πίσω της. Ήταν ένα παιχνιδάκι που σκαρφίστηκαν, επειδή δεν ήθελε να δείξει από την πρώτη στιγμή πόσο ήθελε να γνωρίσει το αγόρι.  Βέβαια, είχε αντιληφθεί ότι την κοίταζε επίμονα και ο φίλος του, αλλά δεν την ένοιαζε. Αυτή είχε μάτια μόνο για αυτόν. Το αισθάνθηκε από την πρώτη ματιά. Αυτός ήταν ο “ένας”. Αυτόν ήθελε και κανέναν άλλον. Πώς θα τον γνώριζε όμως; Αυτός δεν έκανε καμία κίνηση γνωριμίας.  Φαινόταν τόσο ντροπαλός. Κάθε φορά που διασταυρώνονταν οι ματιές τους αυτός κοκκίνιζε. Ακούγεται ο ερωτικός του Μικρούτσικου, αγαπημένο κομμάτι. Σηκώνεται να χορέψει ελπίζοντας πως θα χτυπήσει παλαμάκια γι’ αυτήν. Ατυχία. Σηκώθηκε μόνο ο φίλος του και της χαμογελά. Αυτός καθισμένος στο τραπέζι πίνει μια γουλιά από το κρασί και σκύβει το κεφάλι. Τελειώνει το τραγούδι, χάνεται άλλη μια ευκαιρία.
Οι ώρες πάλι πέρασαν, οι συζητήσεις έγιναν χαμηλόφωνες και τα μάτια θολά από το κρασί. Γύρισε πίσω το κεφάλι να δει, κανείς. Είχαν φύγει. Απογοητεύτηκε! -Μα πότε επιτέλους θα γνωριστούμε; ρώτησε την φίλη της. -Έλα κάνε υπομονή, θα έρθει η στιγμή. Είμαι σίγουρη μια από αυτές τις μέρες.
Έξω το κρύο είχε σφίξει πολύ. Ούτε το παλτό που φορούσε, ούτε τα γάντια και ο σκούφος μπορούσαν να την ζεστάνουν. Κρύωνε. Σταμάτησε μπροστά στην εξώπορτα της πολυκατοικίας. Αριθμός 34.-Εδώ είναι, μονολόγησε. Την διεύθυνση της την έδωσε ο ιδιοκτήτης από το ουζερί. Το προηγούμενο βράδυ, όταν είχε περάσει η ώρα  και δεν εμφανίστηκαν οι δύο νέοι, βρήκε το θάρρος και τον ρώτησε, αν τους γνωρίζει. Ατύχημα με τη μηχανή της είπε. Αριθμός 34. Και έξω από την πόρτα, τοιχοκολλημένο ένα χαρτί:”Κωνσταντίνος, ετών 21″.Άρχισε να τρέμει. Δεν ήξερε καν το όνομα του, μέχρι σήμερα. Ώστε Κωνσταντίνος, σκέφτηκε. Ανέβηκε με δυσκολία τις σκάλες. Βαριανάσαινε, τα πόδια της δεν την βαστούσαν, στηρίχθηκε με την πλάτη μέχρι να ηρεμήσει. Βρήκε το κουράγιο και προχώρησε. Έξω από την πόρτα, ένα  μεγάλο ξύλινο λευκό καπάκι. Τα κεριά πολλά στο μανουάλι, ο κόσμος περισσότερος μέσα, οι θρήνοι έφταναν μέχρι τα σύννεφα. Παίρνει κουράγιο, κάνει  ένα βήμα, ύστερα δεύτερο και μπαίνει μέσα. Κλείνει  τα αυτιά της, απομονώνει τη σκέψη της, συγκεντρώνει το βλέμμα στο γαλήνιο πρόσωπο του Κωνσταντίνου  και προχωρεί. Με δυσκολία κρατάει  τα δάκρυα. Σπάει και ακούει  την μάνα. Ένα αργόσυρτο  ”γιατί” βγαίνει  από τα χείλη της. Μαχαίρι μπήγεται στην καρδιά . Χάνει την αυτοκυριαρχία της και ξεσπάει σε λυγμούς. Μερικά από ατα δάκρυά της πέφτουν στο παγωμένο μέτωπο του Κωνσταντίνου. Έχει πλέον κάτι δικό της.  Δεν αντέχει άλλο.  Βγαίνει έξω, κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες, βγαίνει στο έξω κρύο και προσπαθεί να βρει σημείο να στηριχθεί. Βαθιές ανάσες. Κλαίει.
-Συγνώμη, φωνάζει, συγνώμη …όχι γιατί σε έχασα, αλλά γιατί δεν τόλμησα να σε γνωρίσω!

La valse del “oui”


…Μια φορά κι έναν καιρό ένα μποέμικο “ναι” ξεστράτισε από μια πρόταση του και βρέθηκε μόνο του, χωρίς ταυτότητα.
Σ’ ένα πλακόστρωτο ημιφωτεινό δρομάκι με λάμπες υγραερίου συνάντησε κάποια ερωτηματικά που τρωγόπιναν ανέμελα και σκόρπιζαν νότες στον αέρα.
“Για που το βαλες εσύ;” το ρώτησαν.
“Ψάχνω να βρω μια πρόταση” απάντησε.
“Προς το παρόν, έλα να κεραστείς” προσφέρθηκαν Και στη γωνία ένα τζουκ μποξ ξεκίνησε να παίζει ένα βαλς, αφιερωμένο σε μια Αμελί…


Το  ”ναι” αρνήθηκε ευγενικά την  πρόταση των ερωτηματικών. Δεν είχε χρόνο για ποτά και κεράσματα. Από την στιγμή που το έσκασε από την πρόταση, έψαχνε να βρει τον λόγο ύπαρξης του. Όχι, σίγουρα δεν ανήκε σε εκείνη την πρόταση, σε εκείνη που τόσο άκομψα ο φερόμενος ως συγγραφέας ήθελε να το τοποθετήσει. “Συγγραφέας, άκου ήθελε να λέγεται και συγγραφέας, τρομάρα του”, σκέφτηκε. “Μα να θέλει να το τοποθετήσει ως συνέχεια σε μία ερώτηση φρικτή και απεχθή; Είναι δυνατόν; Υπάρχει άνθρωπος καλός και σωστός που θα έβαζε εμένα το χαριτωμένο και ευγενικό “ναι” να απαντάω καταφατικά σε μία ανήθικη  πρόταση δωροδοκίας ; Δε γίνεται!”, μονολογούσε σε όλη την διαδρομή αναζήτησης εκείνης της κατάλληλης και σωστής πρότασης.
Τριγυρνούσε ώρες. Συνάντησε πολλούς ανθρώπους. Άκουσε πολλές συζητήσεις, μπήκε πολλές φορές στον πειρασμό να τρυπώσει ανάμεσα στις προτάσεις τους, κάποια στιγμή θέλησε να μπει καταφατικά και με ορμή σε μία πρόταση γάμου, αλλά ευτυχώς έκανε πίσω βλέποντας το βλέμμα αδιαφορίας της μέλλουσας νύφης. Ο αέρας το πηγαινόφερνε δεξιά και αριστερά, πάνω και κάτω. Πουθενά όμως δεν αισθανόταν οικεία , πουθενά δεν έβρισκε την κατάλληλη πρόταση να ενωθεί μαζί της.
Η απογοήτευση το κυρίευε. Η απόγνωση του μεγάλωνε. Η ανησυχία ότι θα έμενε για πάντα μόνο του, ένα απλό και ταπεινό “ναι” να αιωρείται στο σύμπαν  του προκαλούσε μελαγχολία. Ώσπου ξαφνικά, άκουσε έναν γνώριμο ήχο. Ένα μικρό, απλό χαριτωμένο βαλς. Προερχόταν από το ίδιο τζουκ μποξ, από την ίδια γωνιά στην αρχή της περιπέτειας του. Μόνο που τώρα στο τραπεζάκι δεν καθόταν ο συγγραφέας, δεν βρίσκονταν πουθενά μολύβια και χαρτιά, δεν υπήρχαν ποτήρια γεμάτα αλκοόλ, δεν υπήρχε πουθενά στον χώρο η μυρωδιά των βαριών άφιλτρων γαλλικών τσιγάρων αυτού του “ποταπού υποκειμένου”. Είχε φύγει από ώρες. Στη θέση του βρισκόταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Αυτός γύρω στα 80. Φαλακρός, γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους, χωρίς γυαλιά, με ένα μπλε σουέτερ και γκρι παντελόνι. Αυτή όχι πάνω από 75, με βαμμένο γκρι μαλλί, γυαλιά πρεσβυωπίας καθισμένη να διαβάζει ένα μικρό καφέ βιβλίο. Ένα επίσης  κομψό γκρι ταγεράκι την έκανε να φαίνεται νεότερη από ότι ήταν.
Το τζουκ μποξ σταμάτησε να παίζει. Το “ναι” παρακολουθούσε από μακρυά. Του κίνησε την περιέργεια το ζευγάρι των ηλικιωμένων. Αυτός σηκώθηκε με δυσκολία και με αργά βήματα πλησίασε το μηχάνημα. Έβγαλε από την τσέπη του ένα κέρμα,το έπαιξε λίγο στα δάκτυλα και το έριξε στη σχισμή. Πάτησε τον κωδικό Σ 94 , παρακολούθησε τον δίσκο να σηκώνεται από την θέση του, γύρισε το κορμί του, πήρε την στάση του χορευτή και ζήτησε από την αγαπημένη του να χορέψουν. Αυτή σηκώθηκε, του χαμογέλασε, τον πλησίασε και ξεκίνησαν να χορεύουν.
Δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Μιλούσαν μόνο τα μάτια. Μετά από τόσα χρόνια άλλωστε, δεν χρειάζονταν πολλά λόγια. Το “ναι” στεκόταν αμίλητο, άδειο από σκέψεις και έγνοιες και καμάρωνε το ζευγαράκι. Έδειχναν τόσο ευτυχισμένοι. Ξάφνου, αυτός χαμογελά, σκύβει την φιλάει απαλά  και…: ” Μ’αγαπάς;”
…αυτό ήταν, δίνει μια και τρυπώνει ανάμεσά τους.

μια στιγμή μονάχα



Πρώτη μέρα φοιτητής . Ημέρα εγγραφής. Δεν έχει κοιμηθεί όλο το βράδυ. Η αγωνία και το άγχος τον έχουν καταβάλει. Δεν βοήθησαν ούτε τα δύο ποτήρια κρασί που ήπιε. Δεύτερη φορά έπινε στη ζωή του.  Άμαθος στο αλκοόλ, πίστεψε ότι θα τον χαλαρώσουν και θα τον βοηθήσουν να κοιμηθεί. Πέτυχε ακριβώς το αντίθετο. Μόνος όπως ήταν και χωρίς παρέα προτίμησε να πάει σε ένα ταχυφαγείο κοντά στο ξενοδοχείο να πάρει σε πακέτο κάτι πρόχειρο,αλλά κυρίως για πρώτη φορά στη ζωή του, να πάρει ένα μπουκάλι κρασί.  Αυτή η ελαφριά μέθη του έφερε τέτοια υπερένταση ώστε αναγκάστηκε να βγάλει όλη αυτή την ένταση πηγαίνοντας 4 η ώρα το ξημερώματα μία μεγάλη βόλτα. Την πόλη δεν την ήξερε καθόλου. Χάθηκε στα στενά της και κατάφερε να βρει τον δρόμο του παρά μόνο όταν ξημέρωσε. Έκανε ένα γρήγορο ντους να συνέλθει, να βρει τις δυνάμεις του,φόρεσε καθαρά ρούχα και ξεκίνησε για το πανεπιστήμιο.
Του έκανε μεγάλη εντύπωση το πόσοι πρωτοετής φοιτητές είχαν μαζί τους, μάνα ή πατέρα ή ακόμη και όλη την οικογένεια. Είδε μάλιστα και μία οικογένεια η οποία είχε κουβαλήσει ακόμη και τον παππού. Δεν πίστευε στα μάτια του. Οι δικοί του γονείς, ούτε κατά διάνοια να άφηναν τις γεωργικές εργασίες, Σεπτέμβρη μήνα με τον τρύγο. Μόνος του όπως πάντα. Δεν τον πείραζε. Έτσι έλεγε. Έτσι προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του. Ήταν άντρας και έπρεπε να μάθει να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις του. Αυτός πλέον όριζε την τύχη του. Σε όλα και για όλα. Έτσι του έμαθαν από μικρό. Να είναι μεγάλος. …
Έφτασε η σειρά του. Πλησιάζει στο γκισέ. Έχει μαζί του έναν μεγάλο φάκελο με όλα τα έγγραφα  έτοιμα. Άλλοι τρεις έμειναν και μετά αυτός. Δύο πλέον. Δεν έχει νόημα. Δεν παρακολουθεί άλλο τις πληροφορίες που δίνει η υπάλληλος της γραμματείας στους φοιτητές. Έχει κολλήσει το βλέμμα του, έχει χαθεί στην οπτική μαγεία που παρουσιάστηκε μπροστά του.  Δεν πίστευε στα μάτια του. Ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που είχε συναντήσει ποτέ του. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε ποτέ άνθρωπος να λάμπει τόσο πολύ όσο αυτό το κορίτσι. Τα μάτια, το δέρμα, τα ρούχα- ο τρόπος που “πετούσε” στον χώρο , η παρουσία της και μόνο τον ξεσήκωνε… κι αυτή; Ούτε αντιλήφθηκε την παρουσία του. Έριξε μια-δυο κλεφτές ματιές στην γραμματεία, τον κοίταξε αδιάφορα και έφυγε. Εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα κι αθόρυβα όπως ήρθε. Σαν να ήταν ένα ξωτικό, μια νεράιδα βγαλμένη από τα παραμύθια. Την ήθελε. Όσο τίποτε άλλο στον κόσμο.
- Συγνώμη , νεαρέ!! μπορείς να έρθει να τελειώνουμε; Άσ’ την αυτή. Πάει έφυγε. Άλλη φορά!
[Ναι, άλλη φορά. Θα γίνει άλλη φορά.]
Δεν είχε καμία εμπειρία με τις γυναίκες. Στην πραγματικότητα δεν είχε καμία εμπειρία από ζωή. Ούτε από ντύσιμο, από μουσική, από τίποτε σχεδόν. Μια ξένη γλώσσα ήξερε και αυτή όχι καλά. Δεν ήξερε τίποτε άλλο παρά από διάβασμα των μαθημάτων του σχολείου για να μπορέσει να περάσει στο Πανεπιστήμιο. Α σωστά! Ήταν και άριστος στα μαθηματικά. Ναι σε αυτό ήταν καλός,α αλλά δεν έφτανε αυτό. “Για να κατακτήσεις μια γυναίκα θα πρέπει να κατακτήσεις πρώτα το μυαλό της”, είχε διαβάσει κάποτε σε ένα άθλιο βιβλίο της σειράς. Σε ένα από αυτά, των “δήθεν” επιτυχημένων εραστών, στα οποία δίνουν συμβουλές σε άντρες ( ποιος θα το έλεγε ότι θα γινόταν άντρας κάποτε) για τον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρουν να “ρίξουν” μια γυναίκα στο κρεββάτι.
Έπρεπε να μάθει ποια ήταν, που έμενε, τι σπούδαζε και γενικά όλες τις πληροφορίες που μπορούσε να συλλέξει. Ξεκίνησε από τη Σχολή. Παρακολουθήσεις, κυλικεία, φοιτητικές παρατάξεις- τίποτα. Δεν την έβρισκε πουθενά. Παρέες ο ίδιος δεν έκανε. Είχε επικεντρωθεί, του είχε γίνει σχεδόν εμμονή, να γνωρίσει τον μεγάλο του έρωτα. Έως ότου μια μέρα, ένα πρωινό στο λεωφορείο,πηγαίνοντας στη γραμματεία την είδε. Αν και η ώρα ακατάλληλη, το θέαμα ήταν εκτυφλωτικό. Περιποίηση προσώπου, μαλλί, νύχια, ρούχα, όλα προσεγμένα με κάθε λεπτομέρεια. Άγγιζε την τελειότητα. Μιλούσε με μία κοπέλα την οποία  είχε ξαναδεί. Την ήξερε. Ήταν στο ίδιο έτος. Ωραία. Αισθάνθηκε μέσα του ένα φτερούγισμα, μία χαρά. Είχε επιτέλους ένα στοιχείο , είχε μιαν αρχή να ξετυλίξει το νήμα.
Έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του.
Πρώτα από όλα άρχισε να δουλεύει. Βρήκε μια δουλειά αρχικά σε ένα τοπικό σκυλάδικο ως πλύντης και γενικών καθηκόντων. Το βράδυ ξενύχτι, πλύσιμο-καθάρισμα-σκούπισμα και το πρωί μέχρι το μεσημέρι παρακολουθήσεις μαθημάτων. Λίγο φαγητό,ύπνος , διάβασμα και μετά ξανά στη δουλειά. Αργά την νύχτα. Όλη τη νύχτα. Και ξανά από την αρχή. Είχε ανάγκη τα χρήματα, αυτά που του έστελναν δεν του έφταναν ούτε για τα τσιγάρα του, πόσο μάλλον για να μπορέσει να αλλάξει εξωτερικά. Ρούχα, μαλλί, εμφάνιση. Χρειαζόταν να εκσυγχρονιστεί κάπως, να γίνει πιο μοντέρνος. Πίστευε ότι  έτσι θα αύξανε τις πιθανότητες του να κατακτήσει την καρδιά της. Άραγε, έφτανε μόνο αυτό; Δεν ήξερε αν θα ήταν αρκετό και γι’ αυτό άρχισε να εμπλουτίζει  και τον εσωτερικό του κόσμο. Στον ελεύθερο του χρόνο ξεκίνησε να διαβάζει λογοτεχνία, ποίηση, μυθιστορήματα, επιστημονικά άρθρα. Δεν είχε σημασία τι πραγματεύονταν, δεν τον ενδιέφερε. Ρουφούσε την γνώση σαν σφουγγάρι. Παρατηρούσε τους ανθρώπους. Προσπαθούσε να εισχωρήσει μέσα τους, να διαβάσει κάθε πτυχή του εγκεφάλου τους, να καταλάβει πως σκέφτονται. Παρατηρούσε την στάση του σώματος τους και συνέκρινε τις αντιδράσεις τους σε ότι τους συνέβαινε. Είχε ένα στόχο,ένα όραμα. Ήθελε όταν θα έφτανε ο Σεπτέμβρης και θα ξαναγυρνούσε στην πόλη που τον φιλοξενούσε ως φοιτητή να είναι 100% έτοιμος  να γνωρίσει την Σοφία [είχε μάθει το όνομα της από την κολλητή της και συμφοιτήτρια του]. Γι’ αυτό διάβασε ατελείωτες ώρες-ακόμη και στα διαλείμματα του στη δουλειά, για να περάσει όλο το έτος στις δύο εξεταστικές και να έχει ελεύθερο έναν ολόκληρο μήνα να κινηθεί όπως έπρεπε. Έτσι κι έγινε.
Είχε φροντίσει να κάνει τις πρώτες επαφές με την μεσάζοντα, η οποία είχε ήδη εντυπωσιαστεί με τις ικανότητες και τις γνώσεις του συμφοιτητή της. Και το παρουσιαστικό του άλλωστε, εξαιρετικό. Ένας όμορφος νέος που ήξερε να ντύνεται,να κινείται στον χώρο και να μιλάει τόσο γλυκά και ευγενικά που όμοιο του δεν είχε συναντήσει.
“Και εγένετο φως”… και ήρθε εκείνη η στιγμή που μία όχι και τόσο τυχαία συνάντηση σε ένα καφέ, έφερε την Σοφία απέναντι του. Δεν χόρταινε να την κοιτάει. Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Την άκουγε και την θαύμαζε. Θαύμαζε όχι την ομορφιά της που ήταν εκθαμβωτική, αλλά κυρίως την ευγενή συμπεριφορά της. Η άρθρωση του λόγου της, οι κινήσεις των χεριών της, οι λέξεις που έβγαιναν από τα χείλη της φανέρωναν την καλλιέργεια της. Αν και μικρή σε ηλικία, δεύτερο έτος πια, τα όνειρα της και τα σχέδια για το μέλλον δεν σταματούσαν σε μία βραδινή έξοδο ή σε ένα σαχλό ραντεβού. Είχε στόχους που ήθελε να πετύχει και έβγαζε μία σιγουριά για την επιτυχία της. Οι ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβουν. Ο καφές τελείωσε , η σοκολάτα επίσης. Αποχαιρέτησε ο ένας τον άλλον ανταλλάσσοντας τηλέφωνα και υποσχέσεις επανάληψης της ημέρας. Την επόμενη φορά πιο αργά. Για ποτό. Γύρισε την πλάτη,απομακρύνθηκε και άρχισε να πετάει.Τα πόδια του δεν άγγιζαν το έδαφος.
Το ραντεβού δόθηκε την επόμενη κιόλας μέρα. Αυτή τον πήρε τηλέφωνο πρωί πρωί. Έδειχνε ενθουσιασμένη και χαρούμενη που τόσο σύντομα θα τον συναντούσε. Βρέθηκαν οι δυο τους μόνο. Αγκαλιάστηκαν σαν δύο παλιοί φίλοι, από εκείνες τις αγκαλιές που σφίγγει ο ένας τον άλλον μέσα του και δεν θέλει να τον αποχωριστεί. Σαν να είναι η τελευταία φορά. Κάθισαν σε ένα από εκείνα τα wine bars  με απαλή μουσική, με περιβάλλον που ενισχύει την ρομαντική διάθεση. Παρήγγειλαν ένα μπουκάλι ερυθρό κρασί, ξινόμαυρο Νάουσας αρχικά και cabernet- merlot αργότερα για περισσότερη απαλότητα στη γεύση. Μια γλυκιά μέθη τους είχε ήδη κυριεύσει. Είχε λυθεί η γλώσσα και μιλούσαν ακατάπαυστα για ώρες. Έδειχναν τόσο ερωτευμένοι, λες και ο μικρός φτερωτός έρωτας βρισκόταν συνεχώς από πάνω τους, στέλνοντας τα βέλη του μια στον έναν και μια στον άλλον διασκεδάζοντας με την κατάσταση τους. Η ώρα περνούσε , τα λόγια έβγαιναν με μεγαλύτερη δυσκολία, ένα ελαφρύ τραύλισμα είχε ήδη κάνει την παρουσία του αισθητή. Έφυγαν από τον χώρο πιασμένοι χέρι χέρι. Η επαφή αυτή έκανε την καρδιά του να φτερουγίζει. το στομάχι του, πέραν της ελαφριάς αναστάτωσης από το κρασί είχε ξεκινήσει τα φτερουγίσματα. Στον δρόμο της επιστροφής, τον τράβηξε κοντά της και του ψιθύρισε στο αυτί: -” σπίτι σου ή σπίτι μου; “-” σπίτι μου”, ήταν η απάντηση και όπως της το είπε, την φίλησε. Για πρώτη φορά αισθανόταν την γεύση από άλλον άνθρωπο. Για πρώτη φορά φιλούσε γυναίκα και για πρώτη φορά είχε μεθύσει. Ζαλιζόταν τόσο πολύ. Δεν ήταν μόνο το κρασί. Η ζαλάδα προερχόταν από την πραγματοποίηση του ονείρου του. Έφτασαν στο σπίτι μετά από πολλή ώρα. Ανέβηκαν με δυσκολία τα σκαλιά, μπήκαν στο σπίτι και χωρίς να ανάψουν τα φώτα- χωρίς να βγάλουν τα ρούχα έπεσαν στο κρεβάτι. Την φίλησε στο λαιμό, άγγιξε απαλά τα χείλη της και προχώρησε προς την λεκάνη. Έτρεμε. Της έβγαλε την μπλούζα, ξεκούμπωσε το παντελόνι, μύρισε την ευωδιά του δέρματος της και …τον πήρε ο ύπνος.
Το πρωί σηκώθηκε με δυσκολία. Το κεφάλι του πονούσε. Έψαξε να την βρει. Είχε φύγει.  Δεν του ξαναμίλησε  ποτέ.

Η Συγνώμη



Άναψε κόκκινο. Ίσα που πρόλαβε να σταματήσει  στο φανάρι.  Ένα βραδυκίνητο όχημα τον καθυστέρησε.  Στο ραδιόφωνο ακούει  την αγαπημένη του μουσική. Πανκ σε πολύ δυνατή ένταση. Tην λατρεύει  αυτή την μουσική. Τον γεμίζει ενέργεια και δύναμη. Κάνει  την αδρεναλίνη να εκρήγνυται μέσα του. Ακόμη περιμένει να ανάψει πράσινο. Ο ραδιοφωνικός  παραγωγός τον προετοιμάζει για το  επόμενο τραγούδι. – ” και  ναι φίλοι μου συνεχίζουμε   με … Sid  Vicious  να διασκευάζει το my way από Σινάτρα …”. Αυτό  ήταν.  Δόθηκε το έναυσμα, να τα  δώσει  όλα. Ο ήχος  στα “κόκκινα” και ο ίδιος να  χοροπηδάει στο κάθισμα του αυτοκινήτου.  Το κεφάλι δεξιά- αριστερά έτοιμο να ξεβιδωθεί. Άναψε πράσινο.  Οι πρώτες κόρνες  ήχησαν. Ενοχλητικές επειδή διακόπτουν την έκσταση στην οποία έχει περιέλθει, αλλά συνάμα σωτήριες για  τον αυχένα του. Ετοιμάζεται να ξεκινήσει.
Αισθάνεται  ένα δυνατό χτύπημα στο στήθος, είναι  όπως  ένα τεράστιο χέρι να τον  απωθεί  προς τα πίσω. Το βλέμμα του καρφώνεται στο γωνιακό καφέ, το οποίο βρίσκεται ακριβώς στη διασταύρωση. Συγκεκριμένα  σε ένα μόνο τραπέζι.  Ένα  απλό  ξύλινο τραπέζι με 4  ξύλινες καρέκλες. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικότερα το τραπέζι δεν θα διακρίνει  τίποτε το διαφορετικό σε σχέση με  τα άλλα τραπέζια που βρίσκονται τακτοποιημένα και στοιχισμένα στο πεζοδρόμιο . Η μόνη ιδιαιτερότητά του, το μόνο που το κάνει  να ξεχωρίζει από τα άλλα τραπέζια, είναι ότι σε μία από τις καρέκλες του κάθεται  η μοναδική πελάτισσα σε όλο τον χώρo . Στυλώνει  το βλέμμα του επάνω της. Δεν μπορεί  να το πιστέψει. Η εικόνα της τον γυρνάει  πολλά χρόνια πίσω. Την ξέρει  αυτή την  γυναίκα. Την ξέρει  καλά. Γνωρίζει κάθε πτυχή του κορμιού της, γνωρίζει  κάθε κυματισμό χρωμάτων στην ίριδα των ματιών της. Μπορεί  να μαντέψει κάθε επόμενη κίνηση της. Από τον τρόπο που θα ανάψει το τσιγάρο, μέχρι τον τρόπο που θα ακουμπήσει με τα χείλη της την κούπα του καφέ. Γνωρίζει ακριβώς  πώς θα σηκώσει το κεφάλι, θα κοιτάξει δεξιά με μία ελαφριά κλίση και  θα  σηκώσει την φράντζα με ένα απαλό τίναγμα του μαλλιού ώστε  να δει καλύτερα.  Γνωρίζει τα πάντα γι’ αυτήν. Ή έτσι νομίζει. Του ήρθε ένας κόμπος, ένα σφίξιμο στο στομάχι. Έχει φουντώσει από υπερένταση, αισθάνεται τόσο έντονα την επιθυμία να «αδειάσει» όλο το πρωινό που πήρε στο ξενοδοχείο.
Από τον λήθαργο που έχει πέσει  τον ξυπνάν  οι κόρνες και οι φωνές από τα άλλα αυτοκίνητα. Ο σηματοδότης έχει αλλάξει από κόκκινο σε πράσινο τουλάχιστον 4 φορές και αυτός δεν κατάλαβε τίποτε. Οι άλλοι οδηγοί τον παρακάμπτουν με δυσκολία, τον λούζουν με διάφορα «κοσμητικά» επίθετα. Αυτός φοράει   στο πρόσωπο του το πιο αφοπλιστικά ηλίθιο χαμόγελο που μπορεί και ξεκινά με δυσκολία, θέλοντας να κατευνάσει τους υπόλοιπους. Γυρνάει  το κεφάλι δεξιά να σιγουρευτεί ότι η γυναίκα συνεχίζει  να πίνει το καφέ της και σταθμεύει  το αυτοκίνητο στον πρώτο κενό χώρο που βρίσκει , όχι μακριά από το καφέ.
«Και τώρα;» Σκέφτεται. «Τώρα τι κάνω;» Παίρνει μια βαθιά ανάσα και συλλογίζεται. Γυρνάει στο παρελθόν, πολλά χρόνια πίσω. Την εποχή της μεγάλης τρέλας. Τότε που ήταν όλα εύκολα και ανώδυνα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Τότε που πίστευε ότι αν απλά εξαφανιστεί από μία σχέση [δεν είχε σημασία η διάρκεια αυτής] δεν θα δημιουργήσει κανένα πρόβλημα στα αισθήματα κανενός. Έτσι πίστευε τότε. Αλλά με την συγκεκριμένη κοπέλα ήταν διαφορετικά. Ήταν ερωτευμένος μαζί της. Πολύ ερωτευμένος, αλλά ταυτόχρονα πολύ δειλός για να μείνει μαζί της. Μαθημένος στα «εύκολα»  σε μία μεταβατική ηλικία για το μέλλον του, έκανε πίσω. Έφυγε ξαφνικά χωρίς ένα αντίο, χωρίς ένα γιατί. Χωρίς μία συγνώμη. Χωρίς να κοιτάξει στα μάτια τον ερωτά του και να πει: « Συγνώμη». Πόσο δύσκολη λέξη. Και πόσο όμορφη όταν λέγεται αληθινά, όταν λέγεται  από τα βάθη της ψυχής μας. Το είχε βάρος στην συνείδηση του, το είχε βάρος στην καρδιά του όλα αυτά τα χρόνια. Το κουβαλούσε μέσα του, τον έτρωγε.  Μα πιότερο τον έτρωγε η ατολμία  και η δειλία του να κυνηγήσει τον έρωτα του, όταν έμαθε για τον αρραβώνα. Προτίμησε να κρυφτεί πίσω από αυτό και να το χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία για να απομακρυνθεί. Ο δειλός.
Αλλά, τώρα επιτέλους του δινόταν η ευκαιρία να αποκαταστήσει έστω τον εαυτό του στα ίδια του τα μάτια. Να βρει το θάρρος και το κουράγιο να την κοιτάξει στα μάτια και να της εξηγήσει. Να της πει αυτήν την γαμημένη συγνώμη που δεν τόλμησε τότε. Να της πει πόσο βλάκας ήταν. Μπορεί η ζωή να του φέρθηκε άψογα ως τώρα, αλλά δεν έπαυε να του λείπει η μορφή της.
Την πλησιάζει. Είναι πλέον μπροστά του. Έχει  γυρισμένη την πλάτη σε αυτόν. Καπνίζει. Κρατάει  στα χέρια της ένα βιβλίο. Περιμένει να τινάξει στην στάχτη ώστε να χάσει λίγο την συγκέντρωση της από το βιβλίο. Το κάνει. Τώρα:
-« Συγνώμη», « μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο;»
Σηκώνει το βλέμμα της. Τον κοιτάζει στα μάτια. Παγερή και αδιάφορη.
-«Μαρία; Η Μαρία δεν είσαι;»
-« Λάθος κάνετε με λένε Γιώτα. Με μπερδεύετε με κάποια άλλη»
Αποκλείεται, σκέφτεται. Δεν είναι δυνατόν. Τα μάτια της, η φωνή της, το πρόσωπο της. –« Συγνώμη, νόμισα πως είσαι η Μαρία. Μία φίλη από παλιά. Και πάλι συγνώμη για την ενόχληση»
-« Δεν πειράζει, μην στεναχωριέστε. Δε  με ενοχλήσατε καθόλου. Μάλλον εγώ θα πρέπει να ζητήσω συγνώμη για την αναστάτωση που σας προκάλεσε η ομοιότητα μου με αυτήν την Μαρία. Παρακολουθώ εδώ και ώρα την μικρή σας περιπέτεια στο φανάρι. Σας ζητάω λοιπόν και εγώ μία συγνώμη. Συγνώμη», του χαμογέλασε και σκύβει  το κεφάλι να συνεχίσει το διάβασμα της.
-« Αντίο σας και …συγνώμη».
Ρίχνει τους ώμους, χαμηλώνει το κεφάλι, μαζεύει το κορμί  γυρνάει την πλάτη και απομακρύνεται  με αργά βήματα.  Η αίσθηση της πλήρης κένωσης του στομάχου επανήρθε.  Δεν μπορεί να πιστέψει ότι  η γυναίκα που μόλις μίλησε  είναι μια άγνωστη. Κοντοστέκεται. Σταματάει το βήμα και κάνει να γυρίσει. Το σκέφτεται. Μετανιώνει. Και συνεχίζει την πορεία προς το σημείο στάθμευσης.
Δεν γυρίζει να κοιτάξει ούτε μία φορά. Αυτή  δεν σηκώνει το βλέμμα της από το βιβλίο. Δεν μπορεί. Τα μάτια της έχουν γεμίσει με δάκρυα. Βλέπει το αυτοκίνητο να απομακρύνεται. Ξεσπάει σε λυγμούς.

Εκείνη η μέρα, δεν θα αργήσει.

  – Άντε ρε  μαλάκα, άργησες. Δύο η ώρα δεν είπαμε; Τι ώρα είναι αυτή; – Συγνώμη ρε παιδιά, αλλά ξεχάστηκα. Έμπλεξα και με τους συγκάτοικους στο σπίτι. Είχαμε στρώσει και ένα ωραίο καρέ βίδας, δεν με άφηναν να φύγω αν δεν τελειώναμε. – Ναι, ρε μαλάκα αλλά πως θα πηγαίναμε για αφισοκόλληση αν δεν έρθεις; Πήρες τις γλουτολίνες που είπαμε; – Ναι, ρε παπάρα. Αφού σου είπα θα τις πάρω. Τι σκας; Ρολά έχουμε έτοιμα ή θα φτιάξουμε τώρα; – Έφτιαξαν τα κορίτσια χθες το βράδυ και σήμερα το απόγευμα, περίπου 20 ρολά με τις καινούριες αφίσες που μας έστειλαν  για τις εκλογές. – Οκ, ωραία. Εμείς οι τέσσερις θα πάμε; – Ας περιμένουμε λίγο ακόμη μήπως  έρθει και κανείς άλλος. Άλλωστε ακόμη έξω έχει κόσμο. Ας σπάσει λίγο η κίνηση μήπως εμφανιστεί κανένα συνεργείο και μας τα κατεβάσει. …
… – Ωραία, ξεκινάμε.Πρώτη βούρτσα εγώ, δεύτερη εσύ , ο Γιάννης και ο Νίκος κουβαλάνε τα ρολά. -Ρε συ μην ανεβαίνεις  στην ζαρντινιέρα. Πρόσεχε θα πέσεις, κουνιέται. -Έλα ρε μη μασάς, δε πέφτω, … έπεσα. -Έλα εδώ στο ταμπλό. Βάλε κόλα, Ωραία. Προχώρα, πάμε παρακάτω, άιντε να τελειώνουμε. Αργήσαμε!! Νύσταξα. – Έλα βρε γκρινιάρη, νύσταξες και νύσταξες, Πες ρε ότι θες να πας στην δαπίτισσα που τραβιέσαι τις τελευταίες μέρες. -Εγώ;; Αίσχος! Ντροπή. Να πάω εγώ με δαπίτισσα; Ποτέ! -Άσε ρε τα σάπια. Σας είδανε! -… Ζηλιάρηδες… – Χαχαχαχα φλάααααακα. – Δε μου λες; Αυτό στην τσέπη σου τι είναι; Ρε μαλάκα …η κόλλα είναι; -Ναι! – Η κόλλα; Και με τι κολλήσαμε ρε μαλάκες; – Με τι κολλήσαμε; Όχι ρε πούστη μου, κόλλα δε βάλαμε. Μόνο με νερό ήταν ο κουβάς. – Οι αφίσες; Τι έγιναν οι αφίσες; -… Έπεσαν! Όλες είναι κάτω. – Ρόμπες γίναμε. Δε μιλάει κανείς. Δεν το λέμε πουθενά. Θα φάμε κράξιμο. Εντάξει; – Εντάξει εντάξει, πάμε για καμιά σούπα τώρα; -Πάμε. 
…Και πήγαμε. Και κάπως έτσι περάσαν τα φοιτητικά χρόνια.Και όχι μόνο. Και με αγώνες, μα και χωρίς αγώνες. Και με διάβασμα αλλά και μέρες ατελείωτες χωρίς. Με γλουτολίνη. Το σημαντικότερο όμως, ΧΩΡΙΣ γλουτολίνη. Η “κόλλα” μας ήταν οι δεσμοί  που δημιουργήσαμε και όχι η οργάνωση που υπηρετήσαμε. Και αν ο κουβάς έμεινε χωρίς την συντροφιά του για  χρόνια, ήρθε η ώρα να αρχίσουμε πάλι να κάνουμε το μείγμα. 
ερχόμαστε!

περιμένοντας…



Ο γνωστός σε όλους σας, Ονορέ ντε Μπαλζάκ,[ κι αν δεν είναι γνωστός σας μην ψαχτείτε, έχει πεθάνει, σε κανένα blog ή facebook δεν θα τον βρείτε] δήλωσε κάποτε:    ”Όλα φτάνουν στον καιρό τους, για εκείνους που ξέρουν να περιμένουν”.
Αποδεχόμενος λοιπόν αυτή την ρήση, κάθομαι κι εγώ κι περιμένω. Δεν μας εξήγησε όμως τι ή ποιον να περιμένουμε. Ο Μπέκετ περίμενε τον Γκοντό. Ο Καβάφης περίμενε τους Βαρβάρους. Ο οπαδός περιμένει τον λεφτά επενδυτή να σώσει την ομάδα. Ο ερωτευμένος/η τον αντίστοιχο έρωτα κι ο νεοέλληνας περιμένει τον …ήλιο. Τώρα, ο ήλιος πράσινος θα είναι-κίτρινος θα είναι δεν ξέρω. Τούρκικο σήριαλ μια φορά, είναι. Άλλος περιμένει να πάρει σπίτι. Θα μου πείτε κρίση οικονομική σιγά μην υπάρχουν χρήματα για σπίτια. Όλοι θέλουν να πουλήσουν. Ποιος θα αγοράσει;
Εγώ δε ξέρω τι περιμένω. Μπήκα κι εγώ στην σειρά, αλλά δεν ξέρω να περιμένω. Άρα, γιατί περιμένω; Και ο καιρός αυτός πότε θα φθάσει; Και θα μου φτάσει αυτός ο καιρός όταν φτάσει; …περδεύτηκα! [δε μας χέζεις ρε Ονορέ!]