Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Η Συγνώμη



Άναψε κόκκινο. Ίσα που πρόλαβε να σταματήσει  στο φανάρι.  Ένα βραδυκίνητο όχημα τον καθυστέρησε.  Στο ραδιόφωνο ακούει  την αγαπημένη του μουσική. Πανκ σε πολύ δυνατή ένταση. Tην λατρεύει  αυτή την μουσική. Τον γεμίζει ενέργεια και δύναμη. Κάνει  την αδρεναλίνη να εκρήγνυται μέσα του. Ακόμη περιμένει να ανάψει πράσινο. Ο ραδιοφωνικός  παραγωγός τον προετοιμάζει για το  επόμενο τραγούδι. – ” και  ναι φίλοι μου συνεχίζουμε   με … Sid  Vicious  να διασκευάζει το my way από Σινάτρα …”. Αυτό  ήταν.  Δόθηκε το έναυσμα, να τα  δώσει  όλα. Ο ήχος  στα “κόκκινα” και ο ίδιος να  χοροπηδάει στο κάθισμα του αυτοκινήτου.  Το κεφάλι δεξιά- αριστερά έτοιμο να ξεβιδωθεί. Άναψε πράσινο.  Οι πρώτες κόρνες  ήχησαν. Ενοχλητικές επειδή διακόπτουν την έκσταση στην οποία έχει περιέλθει, αλλά συνάμα σωτήριες για  τον αυχένα του. Ετοιμάζεται να ξεκινήσει.
Αισθάνεται  ένα δυνατό χτύπημα στο στήθος, είναι  όπως  ένα τεράστιο χέρι να τον  απωθεί  προς τα πίσω. Το βλέμμα του καρφώνεται στο γωνιακό καφέ, το οποίο βρίσκεται ακριβώς στη διασταύρωση. Συγκεκριμένα  σε ένα μόνο τραπέζι.  Ένα  απλό  ξύλινο τραπέζι με 4  ξύλινες καρέκλες. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικότερα το τραπέζι δεν θα διακρίνει  τίποτε το διαφορετικό σε σχέση με  τα άλλα τραπέζια που βρίσκονται τακτοποιημένα και στοιχισμένα στο πεζοδρόμιο . Η μόνη ιδιαιτερότητά του, το μόνο που το κάνει  να ξεχωρίζει από τα άλλα τραπέζια, είναι ότι σε μία από τις καρέκλες του κάθεται  η μοναδική πελάτισσα σε όλο τον χώρo . Στυλώνει  το βλέμμα του επάνω της. Δεν μπορεί  να το πιστέψει. Η εικόνα της τον γυρνάει  πολλά χρόνια πίσω. Την ξέρει  αυτή την  γυναίκα. Την ξέρει  καλά. Γνωρίζει κάθε πτυχή του κορμιού της, γνωρίζει  κάθε κυματισμό χρωμάτων στην ίριδα των ματιών της. Μπορεί  να μαντέψει κάθε επόμενη κίνηση της. Από τον τρόπο που θα ανάψει το τσιγάρο, μέχρι τον τρόπο που θα ακουμπήσει με τα χείλη της την κούπα του καφέ. Γνωρίζει ακριβώς  πώς θα σηκώσει το κεφάλι, θα κοιτάξει δεξιά με μία ελαφριά κλίση και  θα  σηκώσει την φράντζα με ένα απαλό τίναγμα του μαλλιού ώστε  να δει καλύτερα.  Γνωρίζει τα πάντα γι’ αυτήν. Ή έτσι νομίζει. Του ήρθε ένας κόμπος, ένα σφίξιμο στο στομάχι. Έχει φουντώσει από υπερένταση, αισθάνεται τόσο έντονα την επιθυμία να «αδειάσει» όλο το πρωινό που πήρε στο ξενοδοχείο.
Από τον λήθαργο που έχει πέσει  τον ξυπνάν  οι κόρνες και οι φωνές από τα άλλα αυτοκίνητα. Ο σηματοδότης έχει αλλάξει από κόκκινο σε πράσινο τουλάχιστον 4 φορές και αυτός δεν κατάλαβε τίποτε. Οι άλλοι οδηγοί τον παρακάμπτουν με δυσκολία, τον λούζουν με διάφορα «κοσμητικά» επίθετα. Αυτός φοράει   στο πρόσωπο του το πιο αφοπλιστικά ηλίθιο χαμόγελο που μπορεί και ξεκινά με δυσκολία, θέλοντας να κατευνάσει τους υπόλοιπους. Γυρνάει  το κεφάλι δεξιά να σιγουρευτεί ότι η γυναίκα συνεχίζει  να πίνει το καφέ της και σταθμεύει  το αυτοκίνητο στον πρώτο κενό χώρο που βρίσκει , όχι μακριά από το καφέ.
«Και τώρα;» Σκέφτεται. «Τώρα τι κάνω;» Παίρνει μια βαθιά ανάσα και συλλογίζεται. Γυρνάει στο παρελθόν, πολλά χρόνια πίσω. Την εποχή της μεγάλης τρέλας. Τότε που ήταν όλα εύκολα και ανώδυνα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Τότε που πίστευε ότι αν απλά εξαφανιστεί από μία σχέση [δεν είχε σημασία η διάρκεια αυτής] δεν θα δημιουργήσει κανένα πρόβλημα στα αισθήματα κανενός. Έτσι πίστευε τότε. Αλλά με την συγκεκριμένη κοπέλα ήταν διαφορετικά. Ήταν ερωτευμένος μαζί της. Πολύ ερωτευμένος, αλλά ταυτόχρονα πολύ δειλός για να μείνει μαζί της. Μαθημένος στα «εύκολα»  σε μία μεταβατική ηλικία για το μέλλον του, έκανε πίσω. Έφυγε ξαφνικά χωρίς ένα αντίο, χωρίς ένα γιατί. Χωρίς μία συγνώμη. Χωρίς να κοιτάξει στα μάτια τον ερωτά του και να πει: « Συγνώμη». Πόσο δύσκολη λέξη. Και πόσο όμορφη όταν λέγεται αληθινά, όταν λέγεται  από τα βάθη της ψυχής μας. Το είχε βάρος στην συνείδηση του, το είχε βάρος στην καρδιά του όλα αυτά τα χρόνια. Το κουβαλούσε μέσα του, τον έτρωγε.  Μα πιότερο τον έτρωγε η ατολμία  και η δειλία του να κυνηγήσει τον έρωτα του, όταν έμαθε για τον αρραβώνα. Προτίμησε να κρυφτεί πίσω από αυτό και να το χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία για να απομακρυνθεί. Ο δειλός.
Αλλά, τώρα επιτέλους του δινόταν η ευκαιρία να αποκαταστήσει έστω τον εαυτό του στα ίδια του τα μάτια. Να βρει το θάρρος και το κουράγιο να την κοιτάξει στα μάτια και να της εξηγήσει. Να της πει αυτήν την γαμημένη συγνώμη που δεν τόλμησε τότε. Να της πει πόσο βλάκας ήταν. Μπορεί η ζωή να του φέρθηκε άψογα ως τώρα, αλλά δεν έπαυε να του λείπει η μορφή της.
Την πλησιάζει. Είναι πλέον μπροστά του. Έχει  γυρισμένη την πλάτη σε αυτόν. Καπνίζει. Κρατάει  στα χέρια της ένα βιβλίο. Περιμένει να τινάξει στην στάχτη ώστε να χάσει λίγο την συγκέντρωση της από το βιβλίο. Το κάνει. Τώρα:
-« Συγνώμη», « μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο;»
Σηκώνει το βλέμμα της. Τον κοιτάζει στα μάτια. Παγερή και αδιάφορη.
-«Μαρία; Η Μαρία δεν είσαι;»
-« Λάθος κάνετε με λένε Γιώτα. Με μπερδεύετε με κάποια άλλη»
Αποκλείεται, σκέφτεται. Δεν είναι δυνατόν. Τα μάτια της, η φωνή της, το πρόσωπο της. –« Συγνώμη, νόμισα πως είσαι η Μαρία. Μία φίλη από παλιά. Και πάλι συγνώμη για την ενόχληση»
-« Δεν πειράζει, μην στεναχωριέστε. Δε  με ενοχλήσατε καθόλου. Μάλλον εγώ θα πρέπει να ζητήσω συγνώμη για την αναστάτωση που σας προκάλεσε η ομοιότητα μου με αυτήν την Μαρία. Παρακολουθώ εδώ και ώρα την μικρή σας περιπέτεια στο φανάρι. Σας ζητάω λοιπόν και εγώ μία συγνώμη. Συγνώμη», του χαμογέλασε και σκύβει  το κεφάλι να συνεχίσει το διάβασμα της.
-« Αντίο σας και …συγνώμη».
Ρίχνει τους ώμους, χαμηλώνει το κεφάλι, μαζεύει το κορμί  γυρνάει την πλάτη και απομακρύνεται  με αργά βήματα.  Η αίσθηση της πλήρης κένωσης του στομάχου επανήρθε.  Δεν μπορεί να πιστέψει ότι  η γυναίκα που μόλις μίλησε  είναι μια άγνωστη. Κοντοστέκεται. Σταματάει το βήμα και κάνει να γυρίσει. Το σκέφτεται. Μετανιώνει. Και συνεχίζει την πορεία προς το σημείο στάθμευσης.
Δεν γυρίζει να κοιτάξει ούτε μία φορά. Αυτή  δεν σηκώνει το βλέμμα της από το βιβλίο. Δεν μπορεί. Τα μάτια της έχουν γεμίσει με δάκρυα. Βλέπει το αυτοκίνητο να απομακρύνεται. Ξεσπάει σε λυγμούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου