Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

μια στιγμή μονάχα



Πρώτη μέρα φοιτητής . Ημέρα εγγραφής. Δεν έχει κοιμηθεί όλο το βράδυ. Η αγωνία και το άγχος τον έχουν καταβάλει. Δεν βοήθησαν ούτε τα δύο ποτήρια κρασί που ήπιε. Δεύτερη φορά έπινε στη ζωή του.  Άμαθος στο αλκοόλ, πίστεψε ότι θα τον χαλαρώσουν και θα τον βοηθήσουν να κοιμηθεί. Πέτυχε ακριβώς το αντίθετο. Μόνος όπως ήταν και χωρίς παρέα προτίμησε να πάει σε ένα ταχυφαγείο κοντά στο ξενοδοχείο να πάρει σε πακέτο κάτι πρόχειρο,αλλά κυρίως για πρώτη φορά στη ζωή του, να πάρει ένα μπουκάλι κρασί.  Αυτή η ελαφριά μέθη του έφερε τέτοια υπερένταση ώστε αναγκάστηκε να βγάλει όλη αυτή την ένταση πηγαίνοντας 4 η ώρα το ξημερώματα μία μεγάλη βόλτα. Την πόλη δεν την ήξερε καθόλου. Χάθηκε στα στενά της και κατάφερε να βρει τον δρόμο του παρά μόνο όταν ξημέρωσε. Έκανε ένα γρήγορο ντους να συνέλθει, να βρει τις δυνάμεις του,φόρεσε καθαρά ρούχα και ξεκίνησε για το πανεπιστήμιο.
Του έκανε μεγάλη εντύπωση το πόσοι πρωτοετής φοιτητές είχαν μαζί τους, μάνα ή πατέρα ή ακόμη και όλη την οικογένεια. Είδε μάλιστα και μία οικογένεια η οποία είχε κουβαλήσει ακόμη και τον παππού. Δεν πίστευε στα μάτια του. Οι δικοί του γονείς, ούτε κατά διάνοια να άφηναν τις γεωργικές εργασίες, Σεπτέμβρη μήνα με τον τρύγο. Μόνος του όπως πάντα. Δεν τον πείραζε. Έτσι έλεγε. Έτσι προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του. Ήταν άντρας και έπρεπε να μάθει να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις του. Αυτός πλέον όριζε την τύχη του. Σε όλα και για όλα. Έτσι του έμαθαν από μικρό. Να είναι μεγάλος. …
Έφτασε η σειρά του. Πλησιάζει στο γκισέ. Έχει μαζί του έναν μεγάλο φάκελο με όλα τα έγγραφα  έτοιμα. Άλλοι τρεις έμειναν και μετά αυτός. Δύο πλέον. Δεν έχει νόημα. Δεν παρακολουθεί άλλο τις πληροφορίες που δίνει η υπάλληλος της γραμματείας στους φοιτητές. Έχει κολλήσει το βλέμμα του, έχει χαθεί στην οπτική μαγεία που παρουσιάστηκε μπροστά του.  Δεν πίστευε στα μάτια του. Ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που είχε συναντήσει ποτέ του. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε ποτέ άνθρωπος να λάμπει τόσο πολύ όσο αυτό το κορίτσι. Τα μάτια, το δέρμα, τα ρούχα- ο τρόπος που “πετούσε” στον χώρο , η παρουσία της και μόνο τον ξεσήκωνε… κι αυτή; Ούτε αντιλήφθηκε την παρουσία του. Έριξε μια-δυο κλεφτές ματιές στην γραμματεία, τον κοίταξε αδιάφορα και έφυγε. Εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα κι αθόρυβα όπως ήρθε. Σαν να ήταν ένα ξωτικό, μια νεράιδα βγαλμένη από τα παραμύθια. Την ήθελε. Όσο τίποτε άλλο στον κόσμο.
- Συγνώμη , νεαρέ!! μπορείς να έρθει να τελειώνουμε; Άσ’ την αυτή. Πάει έφυγε. Άλλη φορά!
[Ναι, άλλη φορά. Θα γίνει άλλη φορά.]
Δεν είχε καμία εμπειρία με τις γυναίκες. Στην πραγματικότητα δεν είχε καμία εμπειρία από ζωή. Ούτε από ντύσιμο, από μουσική, από τίποτε σχεδόν. Μια ξένη γλώσσα ήξερε και αυτή όχι καλά. Δεν ήξερε τίποτε άλλο παρά από διάβασμα των μαθημάτων του σχολείου για να μπορέσει να περάσει στο Πανεπιστήμιο. Α σωστά! Ήταν και άριστος στα μαθηματικά. Ναι σε αυτό ήταν καλός,α αλλά δεν έφτανε αυτό. “Για να κατακτήσεις μια γυναίκα θα πρέπει να κατακτήσεις πρώτα το μυαλό της”, είχε διαβάσει κάποτε σε ένα άθλιο βιβλίο της σειράς. Σε ένα από αυτά, των “δήθεν” επιτυχημένων εραστών, στα οποία δίνουν συμβουλές σε άντρες ( ποιος θα το έλεγε ότι θα γινόταν άντρας κάποτε) για τον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρουν να “ρίξουν” μια γυναίκα στο κρεββάτι.
Έπρεπε να μάθει ποια ήταν, που έμενε, τι σπούδαζε και γενικά όλες τις πληροφορίες που μπορούσε να συλλέξει. Ξεκίνησε από τη Σχολή. Παρακολουθήσεις, κυλικεία, φοιτητικές παρατάξεις- τίποτα. Δεν την έβρισκε πουθενά. Παρέες ο ίδιος δεν έκανε. Είχε επικεντρωθεί, του είχε γίνει σχεδόν εμμονή, να γνωρίσει τον μεγάλο του έρωτα. Έως ότου μια μέρα, ένα πρωινό στο λεωφορείο,πηγαίνοντας στη γραμματεία την είδε. Αν και η ώρα ακατάλληλη, το θέαμα ήταν εκτυφλωτικό. Περιποίηση προσώπου, μαλλί, νύχια, ρούχα, όλα προσεγμένα με κάθε λεπτομέρεια. Άγγιζε την τελειότητα. Μιλούσε με μία κοπέλα την οποία  είχε ξαναδεί. Την ήξερε. Ήταν στο ίδιο έτος. Ωραία. Αισθάνθηκε μέσα του ένα φτερούγισμα, μία χαρά. Είχε επιτέλους ένα στοιχείο , είχε μιαν αρχή να ξετυλίξει το νήμα.
Έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του.
Πρώτα από όλα άρχισε να δουλεύει. Βρήκε μια δουλειά αρχικά σε ένα τοπικό σκυλάδικο ως πλύντης και γενικών καθηκόντων. Το βράδυ ξενύχτι, πλύσιμο-καθάρισμα-σκούπισμα και το πρωί μέχρι το μεσημέρι παρακολουθήσεις μαθημάτων. Λίγο φαγητό,ύπνος , διάβασμα και μετά ξανά στη δουλειά. Αργά την νύχτα. Όλη τη νύχτα. Και ξανά από την αρχή. Είχε ανάγκη τα χρήματα, αυτά που του έστελναν δεν του έφταναν ούτε για τα τσιγάρα του, πόσο μάλλον για να μπορέσει να αλλάξει εξωτερικά. Ρούχα, μαλλί, εμφάνιση. Χρειαζόταν να εκσυγχρονιστεί κάπως, να γίνει πιο μοντέρνος. Πίστευε ότι  έτσι θα αύξανε τις πιθανότητες του να κατακτήσει την καρδιά της. Άραγε, έφτανε μόνο αυτό; Δεν ήξερε αν θα ήταν αρκετό και γι’ αυτό άρχισε να εμπλουτίζει  και τον εσωτερικό του κόσμο. Στον ελεύθερο του χρόνο ξεκίνησε να διαβάζει λογοτεχνία, ποίηση, μυθιστορήματα, επιστημονικά άρθρα. Δεν είχε σημασία τι πραγματεύονταν, δεν τον ενδιέφερε. Ρουφούσε την γνώση σαν σφουγγάρι. Παρατηρούσε τους ανθρώπους. Προσπαθούσε να εισχωρήσει μέσα τους, να διαβάσει κάθε πτυχή του εγκεφάλου τους, να καταλάβει πως σκέφτονται. Παρατηρούσε την στάση του σώματος τους και συνέκρινε τις αντιδράσεις τους σε ότι τους συνέβαινε. Είχε ένα στόχο,ένα όραμα. Ήθελε όταν θα έφτανε ο Σεπτέμβρης και θα ξαναγυρνούσε στην πόλη που τον φιλοξενούσε ως φοιτητή να είναι 100% έτοιμος  να γνωρίσει την Σοφία [είχε μάθει το όνομα της από την κολλητή της και συμφοιτήτρια του]. Γι’ αυτό διάβασε ατελείωτες ώρες-ακόμη και στα διαλείμματα του στη δουλειά, για να περάσει όλο το έτος στις δύο εξεταστικές και να έχει ελεύθερο έναν ολόκληρο μήνα να κινηθεί όπως έπρεπε. Έτσι κι έγινε.
Είχε φροντίσει να κάνει τις πρώτες επαφές με την μεσάζοντα, η οποία είχε ήδη εντυπωσιαστεί με τις ικανότητες και τις γνώσεις του συμφοιτητή της. Και το παρουσιαστικό του άλλωστε, εξαιρετικό. Ένας όμορφος νέος που ήξερε να ντύνεται,να κινείται στον χώρο και να μιλάει τόσο γλυκά και ευγενικά που όμοιο του δεν είχε συναντήσει.
“Και εγένετο φως”… και ήρθε εκείνη η στιγμή που μία όχι και τόσο τυχαία συνάντηση σε ένα καφέ, έφερε την Σοφία απέναντι του. Δεν χόρταινε να την κοιτάει. Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Την άκουγε και την θαύμαζε. Θαύμαζε όχι την ομορφιά της που ήταν εκθαμβωτική, αλλά κυρίως την ευγενή συμπεριφορά της. Η άρθρωση του λόγου της, οι κινήσεις των χεριών της, οι λέξεις που έβγαιναν από τα χείλη της φανέρωναν την καλλιέργεια της. Αν και μικρή σε ηλικία, δεύτερο έτος πια, τα όνειρα της και τα σχέδια για το μέλλον δεν σταματούσαν σε μία βραδινή έξοδο ή σε ένα σαχλό ραντεβού. Είχε στόχους που ήθελε να πετύχει και έβγαζε μία σιγουριά για την επιτυχία της. Οι ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβουν. Ο καφές τελείωσε , η σοκολάτα επίσης. Αποχαιρέτησε ο ένας τον άλλον ανταλλάσσοντας τηλέφωνα και υποσχέσεις επανάληψης της ημέρας. Την επόμενη φορά πιο αργά. Για ποτό. Γύρισε την πλάτη,απομακρύνθηκε και άρχισε να πετάει.Τα πόδια του δεν άγγιζαν το έδαφος.
Το ραντεβού δόθηκε την επόμενη κιόλας μέρα. Αυτή τον πήρε τηλέφωνο πρωί πρωί. Έδειχνε ενθουσιασμένη και χαρούμενη που τόσο σύντομα θα τον συναντούσε. Βρέθηκαν οι δυο τους μόνο. Αγκαλιάστηκαν σαν δύο παλιοί φίλοι, από εκείνες τις αγκαλιές που σφίγγει ο ένας τον άλλον μέσα του και δεν θέλει να τον αποχωριστεί. Σαν να είναι η τελευταία φορά. Κάθισαν σε ένα από εκείνα τα wine bars  με απαλή μουσική, με περιβάλλον που ενισχύει την ρομαντική διάθεση. Παρήγγειλαν ένα μπουκάλι ερυθρό κρασί, ξινόμαυρο Νάουσας αρχικά και cabernet- merlot αργότερα για περισσότερη απαλότητα στη γεύση. Μια γλυκιά μέθη τους είχε ήδη κυριεύσει. Είχε λυθεί η γλώσσα και μιλούσαν ακατάπαυστα για ώρες. Έδειχναν τόσο ερωτευμένοι, λες και ο μικρός φτερωτός έρωτας βρισκόταν συνεχώς από πάνω τους, στέλνοντας τα βέλη του μια στον έναν και μια στον άλλον διασκεδάζοντας με την κατάσταση τους. Η ώρα περνούσε , τα λόγια έβγαιναν με μεγαλύτερη δυσκολία, ένα ελαφρύ τραύλισμα είχε ήδη κάνει την παρουσία του αισθητή. Έφυγαν από τον χώρο πιασμένοι χέρι χέρι. Η επαφή αυτή έκανε την καρδιά του να φτερουγίζει. το στομάχι του, πέραν της ελαφριάς αναστάτωσης από το κρασί είχε ξεκινήσει τα φτερουγίσματα. Στον δρόμο της επιστροφής, τον τράβηξε κοντά της και του ψιθύρισε στο αυτί: -” σπίτι σου ή σπίτι μου; “-” σπίτι μου”, ήταν η απάντηση και όπως της το είπε, την φίλησε. Για πρώτη φορά αισθανόταν την γεύση από άλλον άνθρωπο. Για πρώτη φορά φιλούσε γυναίκα και για πρώτη φορά είχε μεθύσει. Ζαλιζόταν τόσο πολύ. Δεν ήταν μόνο το κρασί. Η ζαλάδα προερχόταν από την πραγματοποίηση του ονείρου του. Έφτασαν στο σπίτι μετά από πολλή ώρα. Ανέβηκαν με δυσκολία τα σκαλιά, μπήκαν στο σπίτι και χωρίς να ανάψουν τα φώτα- χωρίς να βγάλουν τα ρούχα έπεσαν στο κρεβάτι. Την φίλησε στο λαιμό, άγγιξε απαλά τα χείλη της και προχώρησε προς την λεκάνη. Έτρεμε. Της έβγαλε την μπλούζα, ξεκούμπωσε το παντελόνι, μύρισε την ευωδιά του δέρματος της και …τον πήρε ο ύπνος.
Το πρωί σηκώθηκε με δυσκολία. Το κεφάλι του πονούσε. Έψαξε να την βρει. Είχε φύγει.  Δεν του ξαναμίλησε  ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου