Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

…δέκα η ώρα το βράδυ…


Η πόρτα άνοιξε και το παγωμένο αεράκι τρύπωσε  μέσα βιαστικά. Έπρεπε να προλάβει να δροσίσει τον χώρο πριν ενσωματωθεί με την ζέστη, μια ζέστη  που πήγαζε από την μοναδική ξυλόσομπα, η οποία βρισκόταν στο κέντρο του δαπέδου. Οι δύο νέοι, ηλικίας περίπου 20, μπήκαν μέσα. Χαιρέτισαν το αφεντικό, θαμώνες βλέπεις  και ανέβηκαν επάνω στο πατάρι. Το μαγαζί μικρό, ίσα που χωρούσε δέκα τραπέζια κάτω και άλλα 5-6 επάνω στο παταράκι. Ήταν από εκείνα τα ουζερί, από εκείνα τα φοιτητικά στέκια στα οποία προσφέρουν μπόλικο πιοτό σε χαμηλή τιμή με αμφιβόλου ποιότητας μεζέδες. Το συγκεκριμένο όμως, προσέφερε τα πάντα και με ποιότητα. Θαλασσινά και κρεατικά φρεσκότατα και κρασάκι πρώτης ποιότητας. Ίσως γι’ αυτό να συγκέντρωνε καθημερινά όλο και περισσότερο κόσμο.
Έβγαλαν τα πανωφόρια, κάθισαν στο τραπέζι τους, άναψαν τα τσιγάρα τους και έδωσαν την παραγγελία τους.
-Άραγε θα έρθει σήμερα;, ρώτησε ο ένας νεαρός.
-Έλα,ρε εννοείται, κάθε βράδυ εδώ δεν είναι;, Αποκρίθηκε ο άλλος. Χαμογέλασε ,αλλά πίσω από το χαμόγελο του έκρυβε καλά την ίδια αγωνία που είχε και ο φίλος του. Άραγε θα έρθει σήμερα; αναρωτήθηκε και ο ίδιος. Είχε την ατυχία(;)  να ερωτευθεί την ίδια κοπέλα με τον καλύτερο του φίλο. Πρώτος αυτός την είδε, αλλά δε μίλησε. Σε αυτόν πρωτοσκίρτησε η καρδιά μόλις την αντίκρισε, αλλά το κράτησε κρυφό μέσα του. Και όταν ο κολλητός του, τού εκμυστηρεύτηκε ότι την ερωτεύτηκε, δεν θέλησε να του το φανερώσει. Προτίμησε να σιωπήσει. Πάνω από όλους και όλα η φιλία. Πίστευε σε αυτήν.
-Άντε γεια μας, ευχήθηκε ο φίλος του. -Άσπρο πάτο, αποκρίθηκε.
Μισή ώρα αργότερα, μαζεύτηκε μία  μεγάλη παρέα, η καθημερινή συντροφιά της κοπέλας, όπως κάθε βράδυ. Αυτή, κινήθηκε αργά στα στενά σκαλοπάτια της κυκλικής σκάλας και όταν έφτασε στο κεφαλόσκαλο, γύρισε προς την φίλη της και ψιθύρισε:  -Εδώ είναι πάλι. Κοίτα τους. Χαμογέλασαν και κατευθύνθηκαν προς την δική τους παρέα. …
Το βράδυ κυλούσε υπέροχα όπως όλα τα υπόλοιπα βράδια. Γέλια,χαρές, τραγούδια, πολιτικές συζητήσεις και φιλοσοφικές αναζητήσεις. Νέοι, με το αίμα να βράζει έκαναν σχέδια για το μέλλον. Σχέδια για τον ακριβέστατο τρόπο σωτηρίας της χώρας. Σχέδια για την σωτηρία του κόσμου. Η κοπέλα έριχνε συνέχεια κλεφτές ματιές προς το τραπέζι των δύο φίλων. Αν και είχε πλάτη σε αυτούς, επίτηδες έβαζε πάντα την κολλητή της απέναντι από αυτήν για να παρακολουθεί τις κινήσεις και να τις μεταφέρει με λεπτομέρειες όλα όσα γινόταν πίσω της. Ήταν ένα παιχνιδάκι που σκαρφίστηκαν, επειδή δεν ήθελε να δείξει από την πρώτη στιγμή πόσο ήθελε να γνωρίσει το αγόρι.  Βέβαια, είχε αντιληφθεί ότι την κοίταζε επίμονα και ο φίλος του, αλλά δεν την ένοιαζε. Αυτή είχε μάτια μόνο για αυτόν. Το αισθάνθηκε από την πρώτη ματιά. Αυτός ήταν ο “ένας”. Αυτόν ήθελε και κανέναν άλλον. Πώς θα τον γνώριζε όμως; Αυτός δεν έκανε καμία κίνηση γνωριμίας.  Φαινόταν τόσο ντροπαλός. Κάθε φορά που διασταυρώνονταν οι ματιές τους αυτός κοκκίνιζε. Ακούγεται ο ερωτικός του Μικρούτσικου, αγαπημένο κομμάτι. Σηκώνεται να χορέψει ελπίζοντας πως θα χτυπήσει παλαμάκια γι’ αυτήν. Ατυχία. Σηκώθηκε μόνο ο φίλος του και της χαμογελά. Αυτός καθισμένος στο τραπέζι πίνει μια γουλιά από το κρασί και σκύβει το κεφάλι. Τελειώνει το τραγούδι, χάνεται άλλη μια ευκαιρία.
Οι ώρες πάλι πέρασαν, οι συζητήσεις έγιναν χαμηλόφωνες και τα μάτια θολά από το κρασί. Γύρισε πίσω το κεφάλι να δει, κανείς. Είχαν φύγει. Απογοητεύτηκε! -Μα πότε επιτέλους θα γνωριστούμε; ρώτησε την φίλη της. -Έλα κάνε υπομονή, θα έρθει η στιγμή. Είμαι σίγουρη μια από αυτές τις μέρες.
Έξω το κρύο είχε σφίξει πολύ. Ούτε το παλτό που φορούσε, ούτε τα γάντια και ο σκούφος μπορούσαν να την ζεστάνουν. Κρύωνε. Σταμάτησε μπροστά στην εξώπορτα της πολυκατοικίας. Αριθμός 34.-Εδώ είναι, μονολόγησε. Την διεύθυνση της την έδωσε ο ιδιοκτήτης από το ουζερί. Το προηγούμενο βράδυ, όταν είχε περάσει η ώρα  και δεν εμφανίστηκαν οι δύο νέοι, βρήκε το θάρρος και τον ρώτησε, αν τους γνωρίζει. Ατύχημα με τη μηχανή της είπε. Αριθμός 34. Και έξω από την πόρτα, τοιχοκολλημένο ένα χαρτί:”Κωνσταντίνος, ετών 21″.Άρχισε να τρέμει. Δεν ήξερε καν το όνομα του, μέχρι σήμερα. Ώστε Κωνσταντίνος, σκέφτηκε. Ανέβηκε με δυσκολία τις σκάλες. Βαριανάσαινε, τα πόδια της δεν την βαστούσαν, στηρίχθηκε με την πλάτη μέχρι να ηρεμήσει. Βρήκε το κουράγιο και προχώρησε. Έξω από την πόρτα, ένα  μεγάλο ξύλινο λευκό καπάκι. Τα κεριά πολλά στο μανουάλι, ο κόσμος περισσότερος μέσα, οι θρήνοι έφταναν μέχρι τα σύννεφα. Παίρνει κουράγιο, κάνει  ένα βήμα, ύστερα δεύτερο και μπαίνει μέσα. Κλείνει  τα αυτιά της, απομονώνει τη σκέψη της, συγκεντρώνει το βλέμμα στο γαλήνιο πρόσωπο του Κωνσταντίνου  και προχωρεί. Με δυσκολία κρατάει  τα δάκρυα. Σπάει και ακούει  την μάνα. Ένα αργόσυρτο  ”γιατί” βγαίνει  από τα χείλη της. Μαχαίρι μπήγεται στην καρδιά . Χάνει την αυτοκυριαρχία της και ξεσπάει σε λυγμούς. Μερικά από ατα δάκρυά της πέφτουν στο παγωμένο μέτωπο του Κωνσταντίνου. Έχει πλέον κάτι δικό της.  Δεν αντέχει άλλο.  Βγαίνει έξω, κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες, βγαίνει στο έξω κρύο και προσπαθεί να βρει σημείο να στηριχθεί. Βαθιές ανάσες. Κλαίει.
-Συγνώμη, φωνάζει, συγνώμη …όχι γιατί σε έχασα, αλλά γιατί δεν τόλμησα να σε γνωρίσω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου