Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

One day

-"Έλα ρε μωρό μου. Έλα σε παρακαλώ μην με στεναχωρείς άλλο... Μα όχι σου είπα. ... Όχι, δε ...άκουσε με.... μα άκουσε με λίγο. Ναι, το ξέρω τι σου είπα! Ναι βρε κορίτσι μου, ΘΑ έβγαινα σήμερα αλλά τι να κάνουμε που ξαφνικά τεθήκαμε σε επιφυλακή; Τι;;; Τι θα πει δε με πιστεύεις. Έλεος βρε μωρό μου, έλεος. Όχι ρε συ, ΟΧΙ δεν έχω άλλη. Πόσες φορές να σου το πω...καλά καλά, Γεια!"
... πέταξε το κινητό στο πάτωμα. Έγινε κομμάτια. Έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να τα μαζεύει ένα ένα. Αφού το συρναμολόγησε προσπάθησε να το θέσει σε λειτουργία.  Τζίφος. Φούντωσε.  Είχε  αναψοκοκκινήσει ολόκληρος. Του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Πηγαινοερχόταν στο θάλαμο συνέχεια, από την μια άκρη στην άλλη. Πόσο δύσκολο πράγμα να υπηρετείς την θητεία σου στη πόλη σου. Γαμώτο. Ψαχνόταν για καυγά. Ήθελε να ξεσπάσει κάπου. Τους κοιτούσε όλους στραβά, έτοιμος με το παραμικρό, με την παραμικρή στραβή ματιά να ορμήξει. Τον ήξεραν καλά όλοι και τον απέφευγαν. Καβγατζής από τους λίγους, δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα. Μάλωνε με όλο τον κόσμο.
"Γαμώτο,γαμώτο γαμώτο", μονολογούσε! ξεφυσούσε σαν μανιασμένος ταύρος. "Τι θα έκανε χωρίς κινητό; Πώς θα επικοινωνούσε με την Γιούλα; Γαμώτο.". Όσο σκεφτόταν τι θα άκουγε την επόμενη μέρα, όλες αυτές τις σκηνές ζήλειας,όλα αυτά τα...μα τι σημασία είχε να τα σκέφτεται πριν να συμβούν; Φφφφφ έσκαγε. Τα νεύρα του. και έπρεπε να ετοιμαστεί κιόλας για την σκοπιά. "Σκοπιά; σκοπιά; όχι ρε πούστη μου, όχι γαμώτο το κέρατο μου. Τι θα κάνω στη σκοπιά; Πώς θα περάσει η ώρα χωρίς το κινητό. Ούτε ραδιόφωνο; Ούτε μηνύματα; Ούτε παιχνίδια; Αααα ρε Γιούλα τι μου έκανες!! Αχχχχ ρε συ", παραμιλούσε. Οι συστρατιώτες του είχαν όλοι εξαφανιστεί από μπροστά του. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος του λόχου. Έχοντας δείρει πέντε από την ημέρα που ήρθε, έχοντας πάρει ήδη 30 μέρες φυλακή, στους 3 μήνες που παρουσιάστηκε στη συγκεκριμένη μονάδα, δεν ήταν από τα άτομα που θα ήθελες να βρεθείς μπροστά του όταν είχε νεύρα. Ψηλός, γεροδεμένος, χέρια γεμάτα tatoos,  ατελείωτες ώρες γυμναστηρίων και χτισίματος μυϊκής μάζας, έστεκε επιβλητικός με την στολή παραλλαγής και το όπλο στα χέρια. Περίμενε τον δεκανέα αλλαγής να τον οδηγήσει στο πόστο του. Η μονάδα βρισκόταν μέσα στην πόλη και συγκεκριμένα δίπλα από ένα πάρκο αναψυχής. ...
...Βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω. Δεν είχε ηρεμία. -"Χωρίς κινητό; Τι θα κάνω χωρίς κινητό. Δεν περνάει η ώρα. Δεν έχω και ρολόι. Πώς θα ξέρω τι ώρα θα με αλλάξουν; Αχχ ρε Γιούλα, αχ ρε Γιούλα" και πέρα δώθε νευρικά, χωρίς σταματημό. Σταμάτησε απότομα. Κάτι άκουσε στο πάρκο. Πολύ κοντά στο φυλάκιο υπήρχε μια παιδική χαρά, στην οποία την ημέρα, στη διάρκεια της οποίας  δεν υπάρχει  σκοπός, σφύζει από ζωή και παιχνίδια. Είναι τόπος συγκέντρωσης παιδιών όλων των ηλικιών. -"Αλλά τέτοια ώρα; παιδιά τέτοια ώρα;" αναρωτήθηκε. Τους είδε ή μάλλον πρώτα τους άκουσε και μετά τους είδε να πλησιάζουν.
Στο κέντρο της παιδικής χαράς υπήρχε μία κούνια μεταλλική. Από εκείνες που έμοιαζαν με βάρκες. Από εκείνες που κάθονταν αντικριστά και με τη βοήθεια ενός σκοινιού μπορούσαν να ταξιδεύουν για ώρες. Κοντά σε αυτή τη κούνια, υπήρχε και ο μοναδικός φωτισμός του χώρου. Μία μοναδική κολόνα φώτιζε με της χαμηλής έντασης λάμπα τον χώρο. Ένα απαλό αεράκι δρόσιζε το ζεστό φθινοπωρινό βραδάκι. Σεπτέμβρης μήνας και οι θερμοκρασίες ήταν υψηλές για την εποχή.
Ένα σιγανό γέλιο ακούστηκε από την κούνια. Το ζευγαράκι πιασμένο χέρι με χέρι κατευθύνθηκε προς την βάρκα. Ο νεαρός φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα τζιν παντελόνι. Στο ελεύθερο  του χέρι κρατούσε ένα τζιν μπουφάν. Η ματιά του επικεντρώθηκε στην κοπέλα. Καρέ, σπαστό  μαλλί. Χρώμα; Με τον φωτισμό που είχε δεν μπορούσε να καταλάβει. Ένα μαύρο μπλουζάκι με μία μακρυά εμπριμέ, αν μπορούσε να διακρίνει καλά, φούστα. " Τέλεια", σκέφτηκε. "επιτέλους θα έχω κάτι να απασχολούμαι για να περάσει η ώρα μου", χαμογέλασε. "Άντε, ξεκίνα ρε παπάρα, χούφτωσε την να πάρουμε λίγο μάτι ρεεεεεε, χαχαχα", γελούσε μόνος του.
Η ώρα περνούσε και το ζευγαράκι απλά καθόταν αντικριστά στη βάρκα. Μιλούσαν ψιθυριστά λες και δεν ήθελαν με τίποτε να ταράξουν την ηρεμία της νύκτας. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα μεταλλικά μέρη από τα, στεγνά  από γράσσο, ρουλεμάν της κούνιας. Ένα αργό και ρυθμικό πηγαινέλα. Ένας στριγκός ήχος που δεν του επέτρεπε να ακούσει το παραμικρό από όσα έλεγαν. "Μα τι μαλάκας! Άντρας είσαι εσύ ρε; Ρε αντί να την πιάσεις να την βάλεις κάτω, να της δείξεις ποιος είναι το αφεντικό, της κρατάς το χέρι; Άχρηστε! Ρε ας ήμουν εγώ και θα έβλεπες, ξενέρωτε." Είχε σταματήσει να πηγαινοέρχεται νευρικά, είχε βρει ένα σημείο στο οποίο μπορούσε να πλησιάσει περισσότερο, ένα σημείο από το οποίο παρακολουθούσε χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Τους έβλεπε ξεκάθαρα τώρα. Αυτός , μέτριος χωρίς γάλα. Χαμογέλασε. Ήταν ένας χαρακτηρισμός που τον ανακάλυψε πριν λίγο καιρό και τον χρησιμοποιούσε για όλους τους άλλους άντρες. . Αυτή είχε   όμορφο πρόσωπο. Δεν διέκρινε χρώματα,αλλά το σχήμα του προσώπου της έδειχνε μια όμορφη κοπέλα. "Αχχχ ρε Γιούλα", σκέφτηκε πάλι. " Αν ήσουν εδώ, θα τους δείχναμε αυτούς τους ξενέρωτους πώς περνάν καλά οι άνθρωποι." Με τη σκέψη και μόνο αναστατώθηκε. Εντάξει μπορεί να του έσπαγε τα νεύρα με τη ζήλεια της, αλλά ήταν φωτιά. Περνούσαν τέλεια μαζί. Εκτός από τις στιγμές που ζήλευε. Σχεδόν πάντα δηλαδή,αλλά δεν τον ένοιαζε. Στο κρεββάτι ήταν φωτιά. Και ας μην μιλούσε ποτέ μαζί της. Μήπως έχει καμία γυναίκα να πει και τίποτε; Σιγά!! Ξέρουν οι γυναίκες κάτι από μπάλα; Όχι. Άρα; Τι να πει μαζί τους.
Ο νεαρός σήκωσε απαλά το χέρι του και με την ανάστροφη του χεριού, χάιδεψε απαλά το μάγουλο της κοπέλας. Αυτή ανταποκρίθηκε στο χάδι, το πήρε στο δικό της χέρι και το φίλησε. Χαμογέλασαν και το χαμόγελο κράτησε πολλή ώρα. Αμίλητοι όπως ήταν, ο νεαρός την τράβηξε κοντά του , την έβαλε να καθίσει επάνω του, την αγκάλιασε, της χάιδεψε τα μαλλιά και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Αυτή έσκυψε το κεφάλι και κούρνιασε στο στήθος του. Έκλεισαν τα μάτια και έμειναν εκεί, ασάλευτοι. Απαλά της χάιδευε την πλάτη με το ένα χέρι και με το άλλο κρατούσε το κεφάλι της με στοργή.
Όλα αυτά τα διέκοψε απότομα μία φωνή: -" Σκοπός!! ΣΚΟΠΟΣ!!!!! πού είσαι, ρε". Το ζευγάρι τρόμαξε και σηκώθηκε απότομα από την κούνια και ταραγμένοι όπως ήταν απομακρύνθηκαν βιαστικά από το πάρκο. Αυτός  αγουροξυπνημένος πετάχτηκε από το σημείο που είχε ξαπλώσει, προέταξε το όπλο και φώναξε. "Αλτ τις εί;" -¨Τι Αλτ τις εί ρε;;; Πλάκα μου κάνεις ; Εξωτερική έφοδος, είμαι . Ο Διοικητής σου.  Που ήσουν κρυμμένος ρε;; Κοιμόσουν; 20 μέρες φυλακή για να μάθεις"...
- "Αχχ ρε Γιούλα, ωχχχ τι μου έκανες".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου