Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

La valse del “oui”


…Μια φορά κι έναν καιρό ένα μποέμικο “ναι” ξεστράτισε από μια πρόταση του και βρέθηκε μόνο του, χωρίς ταυτότητα.
Σ’ ένα πλακόστρωτο ημιφωτεινό δρομάκι με λάμπες υγραερίου συνάντησε κάποια ερωτηματικά που τρωγόπιναν ανέμελα και σκόρπιζαν νότες στον αέρα.
“Για που το βαλες εσύ;” το ρώτησαν.
“Ψάχνω να βρω μια πρόταση” απάντησε.
“Προς το παρόν, έλα να κεραστείς” προσφέρθηκαν Και στη γωνία ένα τζουκ μποξ ξεκίνησε να παίζει ένα βαλς, αφιερωμένο σε μια Αμελί…


Το  ”ναι” αρνήθηκε ευγενικά την  πρόταση των ερωτηματικών. Δεν είχε χρόνο για ποτά και κεράσματα. Από την στιγμή που το έσκασε από την πρόταση, έψαχνε να βρει τον λόγο ύπαρξης του. Όχι, σίγουρα δεν ανήκε σε εκείνη την πρόταση, σε εκείνη που τόσο άκομψα ο φερόμενος ως συγγραφέας ήθελε να το τοποθετήσει. “Συγγραφέας, άκου ήθελε να λέγεται και συγγραφέας, τρομάρα του”, σκέφτηκε. “Μα να θέλει να το τοποθετήσει ως συνέχεια σε μία ερώτηση φρικτή και απεχθή; Είναι δυνατόν; Υπάρχει άνθρωπος καλός και σωστός που θα έβαζε εμένα το χαριτωμένο και ευγενικό “ναι” να απαντάω καταφατικά σε μία ανήθικη  πρόταση δωροδοκίας ; Δε γίνεται!”, μονολογούσε σε όλη την διαδρομή αναζήτησης εκείνης της κατάλληλης και σωστής πρότασης.
Τριγυρνούσε ώρες. Συνάντησε πολλούς ανθρώπους. Άκουσε πολλές συζητήσεις, μπήκε πολλές φορές στον πειρασμό να τρυπώσει ανάμεσα στις προτάσεις τους, κάποια στιγμή θέλησε να μπει καταφατικά και με ορμή σε μία πρόταση γάμου, αλλά ευτυχώς έκανε πίσω βλέποντας το βλέμμα αδιαφορίας της μέλλουσας νύφης. Ο αέρας το πηγαινόφερνε δεξιά και αριστερά, πάνω και κάτω. Πουθενά όμως δεν αισθανόταν οικεία , πουθενά δεν έβρισκε την κατάλληλη πρόταση να ενωθεί μαζί της.
Η απογοήτευση το κυρίευε. Η απόγνωση του μεγάλωνε. Η ανησυχία ότι θα έμενε για πάντα μόνο του, ένα απλό και ταπεινό “ναι” να αιωρείται στο σύμπαν  του προκαλούσε μελαγχολία. Ώσπου ξαφνικά, άκουσε έναν γνώριμο ήχο. Ένα μικρό, απλό χαριτωμένο βαλς. Προερχόταν από το ίδιο τζουκ μποξ, από την ίδια γωνιά στην αρχή της περιπέτειας του. Μόνο που τώρα στο τραπεζάκι δεν καθόταν ο συγγραφέας, δεν βρίσκονταν πουθενά μολύβια και χαρτιά, δεν υπήρχαν ποτήρια γεμάτα αλκοόλ, δεν υπήρχε πουθενά στον χώρο η μυρωδιά των βαριών άφιλτρων γαλλικών τσιγάρων αυτού του “ποταπού υποκειμένου”. Είχε φύγει από ώρες. Στη θέση του βρισκόταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Αυτός γύρω στα 80. Φαλακρός, γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους, χωρίς γυαλιά, με ένα μπλε σουέτερ και γκρι παντελόνι. Αυτή όχι πάνω από 75, με βαμμένο γκρι μαλλί, γυαλιά πρεσβυωπίας καθισμένη να διαβάζει ένα μικρό καφέ βιβλίο. Ένα επίσης  κομψό γκρι ταγεράκι την έκανε να φαίνεται νεότερη από ότι ήταν.
Το τζουκ μποξ σταμάτησε να παίζει. Το “ναι” παρακολουθούσε από μακρυά. Του κίνησε την περιέργεια το ζευγάρι των ηλικιωμένων. Αυτός σηκώθηκε με δυσκολία και με αργά βήματα πλησίασε το μηχάνημα. Έβγαλε από την τσέπη του ένα κέρμα,το έπαιξε λίγο στα δάκτυλα και το έριξε στη σχισμή. Πάτησε τον κωδικό Σ 94 , παρακολούθησε τον δίσκο να σηκώνεται από την θέση του, γύρισε το κορμί του, πήρε την στάση του χορευτή και ζήτησε από την αγαπημένη του να χορέψουν. Αυτή σηκώθηκε, του χαμογέλασε, τον πλησίασε και ξεκίνησαν να χορεύουν.
Δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Μιλούσαν μόνο τα μάτια. Μετά από τόσα χρόνια άλλωστε, δεν χρειάζονταν πολλά λόγια. Το “ναι” στεκόταν αμίλητο, άδειο από σκέψεις και έγνοιες και καμάρωνε το ζευγαράκι. Έδειχναν τόσο ευτυχισμένοι. Ξάφνου, αυτός χαμογελά, σκύβει την φιλάει απαλά  και…: ” Μ’αγαπάς;”
…αυτό ήταν, δίνει μια και τρυπώνει ανάμεσά τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου